- αεροκοπάνισμα
- το [αεροκοπανίζω]1. φλυαρία, αερολογία2. άδικος κόπος, ματαιοπονία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αεροκοπάνισμα — το, ατος μωρολογία, άσκοπη φλυαρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαφλατάρισμα — το, ατος φλυαρία, φαφλατιά, αεροκοπάνισμα, τσαμπούνισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)